ανενόχλητος

ανενόχλητος
-η, -ο (AM ἀνενόχλητος, -ον)
εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος
μσν.-νεοελλ.
εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος
μσν.
αμέριμνος, ξέγνοιαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνενόχλητος — undisturbed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανενόχλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ενοχλείται: Ζήτησε να τον αφήσουν ανενόχλητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνενοχλήτως — ἀνενόχλητος undisturbed adverbial ἀνενόχλητος undisturbed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενόχλητον — ἀνενόχλητος undisturbed masc/fem acc sg ἀνενόχλητος undisturbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενοχλήτου — ἀνενόχλητος undisturbed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενοχλήτους — ἀνενόχλητος undisturbed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενοχλήτων — ἀνενόχλητος undisturbed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενόχλητα — ἀνενόχλητος undisturbed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενόχλητοι — ἀνενόχλητος undisturbed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσκυλτος — ἄσκυλτος, ον (AM) ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος 1. ο ακλόνητος, ο άφοβος 2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά 3. επίρρ. ἀσκύλτως χωρίς τραυματισμό αρχ. αυτός που δεν τραυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκύλλω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”